ἀμφίκομα

ἀμφίκομα
ἀμφίκομος
with hair all round
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφίκομα — (amphicoma). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν σε χώρες της νότιας Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας τριγυρνώντας πάνω στα λουλούδια. Έχουν μακρουλό σώμα, μέτριο σε μέγεθος, με μεταλλικά χρώματα και τρίχες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”